ιππικος

ιππικος
    ἱππικός
    I
    3
    1) конский
    

(φρυάγματα Aesch., Soph.; φάτναι Eur.)

    2) запряженный конями
    

(ὀχήματα Soph.)

    3) конный
    

(ἀγών Her.; δρόμος Soph.; ἆθλον Plat.)

    4) употребляемый в коннице, кавалерийский
    

(ὅπλα Plat.; ὄργανα Arst.; ξυστόν Plut.)

    5) касающийся верховой езды
    

(λόγοι Xen.; ἐπιστήμη Plat.)

    II
    ὅ опытный всадник, искусный наездник Xen., Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιππικος" в других словарях:

  • ἱππικός — of a horse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) …   Dictionary of Greek

  • ιππικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ίππο ή στον ιππέα: Ιππική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππικά — ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc pl ἱππικά̱ , ἱππικός of a horse fem nom/voc/acc dual ἱππικά̱ , ἱππικός of a horse fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικώτερον — ἱππικός of a horse adverbial comp ἱππικός of a horse masc acc comp sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικωτάτω — ἱππικός of a horse masc/neut nom/voc/acc superl dual ἱππικός of a horse masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικῶν — ἱππικός of a horse fem gen pl ἱππικός of a horse masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικόν — ἱππικός of a horse masc acc sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικώτατα — ἱππικός of a horse adverbial superl ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικώτατον — ἱππικός of a horse masc acc superl sg ἱππικός of a horse neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππικαῖς — ἱππικός of a horse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»